|
η вторник; === τόν πήγε ~ καί Τετράδη — [phrase]у него сердце в пятки ушло или он испугался до смерти[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вторник? — Τρίτη как с (ново)греческого переводится слово Τρίτη? — вторник — προκοπή — παραπόρτι — ανθοστολισμένος — κοσμοδρόμιο — σκαρταδούρα — ξυλαγγουριά — γύψινος — ρυθμικά — τραχύφωνος — μίνιο — κανονιοφόρος — επιχρυσωτής — μορτίτης — φαιός — κατατομή — γερμανομαθής — χήνειος — ξαναζεσταίνω — χρηματίζομαι — καλοπαντρεύω — πιάτσα |
|||