|
η тряпичница; утильщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тряпичница? — ρακοσυλλέκτρία как на (ново)греческом будет слово утильщица? — ρακοσυλλέκτρία как с (ново)греческого переводится слово ρακοσυλλέκτρία? — тряпичница, утильщица — αλύγιστος — λεπτοκάρυον — ακταιωρία — στραταρχικός — ρουμπινένιος — ακυρωμένος — ολιγοδάπανος — μαντάτευμα — χιονοστέφανο — φιλανθής — μπιρμπιλομάτης — αναποδογυρισμένος — διαταράσσω — ψυχοφάρμακο — κατσαμάκας — αχυρο- — αποφρακτικός — πλουμί — κοντούλα — εμμηνορραγία — ανεγνώριστος |
|||