|
одновалентный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одновалентный? — μονοσθενής как с (ново)греческого переводится слово μονοσθενής? — одновалентный — ταχινός — ψαρής — γλέφαρο — εμποράκος — υπογονάτιον — αμπελόχα — μεγαλοσύνη — βαστιέμαι — φάρυγγας — δυσβάσταχτος — άκοιρος — βρήκα — ψωμοτρώγω — μαίτρ — μεθοκόπος — στάθηκα — ακοφτος — δωδεκαωρία — ακερδής — αποζητιέμαι — κονιδιάζω |
|||