|
(-εως) η 1) просачивание; 2) физ. осмос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просачивание? — διαπίδυση как на (ново)греческом будет слово осмос? — διαπίδυση как с (ново)греческого переводится слово διαπίδυση? — просачивание, осмос — πτωχευμένος — Ισλανδός — παπυρολογία — βακχεύτρια — ακίνδυνα — πιέζω — ατόρνευτος — επιφάνεια — ορειβάτης — ατύχημα — επαναδιπλώ — βαρβάκι — αρπακτικό — πετροπέρδικα — καλοφαγία — συνεορτάζω — φούντωμα — αποσύνδεση — νυστάζω — γεροντάκης — καταδολιεύομαι |
|||