|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουνίσιος? — — κομμουνισταριό — συνάδελφος — κυματιστός — — διπλός — αχρειολόγος — αναγεννώ — ασύστολα — υποκίνηση — δυσαρθρία — μεταρσίωση — τσεπούλα — διανεμητικός — λειόθριξ — ποντικοφαγωμένος — καθαρτήρας — αντάρτικος — ολόημερος — αιμοσταγής — δουλικότητα — αναμοιομορφία |
|||