|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευτελώς? — — σχοινοβάτης — επανάκτηση — τρύπησιά — ανάστα — ανήρ — μεταλλουργία — συνηγορία — απογδύμι — προφορά — πομπώδης — χωροφυλακή — αποθέσιμος — κατσαρόλα — αξεσκάλιστος — βρομοσέντο — υπεράγαθος — απαζάρευτα — δίμηνος — ενάμισι — ξεχορταριαστής — σαΐνης |
|||