Новогреческий словарь
καρυδόφυλλο
καρυδόφυλλο
το
лист орехового дерева
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лист орехового дерева
? —
καρυδόφυλλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρυδόφυλλο
? — лист орехового дерева
#
(ново)греческий словарь
—
ξάντρια
—
διορύττω
—
ανατίναξη
—
σκληρυμμένος
—
προειδοποιημένος
—
διαμαντοκάμωτος
—
νομισματοσυλλέκτης
—
ενοριακός
—
αδέξια
—
τροκάνι
—
απολισθαίνω
—
ασυμπτωματικός
—
χιονοστιβάδα
—
οφιοειδής
—
γονατισμένος
—
ατσίκνιστος
—
τάρσωμα
—
αμποδίζω
—
αντιπεριφερειάρχης
—
σακάκι
—
σκόπιμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω