Новогреческий словарь
εκλίθην
εκλίθην
παθ. αόρ. от κλίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκλίθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αποκομέννος
—
χαμάλης
—
ψηκτρίζω
—
σουηδικός
—
πετρένιος
—
συνδιάλεξη
—
παραδοξολογία
—
νέα
—
σμάραγδος
—
Φινλανδός
—
διορισμός
—
αψόθυμος
—
εύτοκος
—
βαναδικός
—
αμφισβητούμενος
—
βιαστής
—
εργοστασιάρχης
—
εδώλιο
—
πεισματώδης
—
ωμορφονιός
—
αρτόδενδρον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве