|
новогодний; δόρα -α — новогодние подарки; ~η πίττα — новогодний пирог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новогодний? — αγιοβασιλιάτικος как с (ново)греческого переводится слово αγιοβασιλιάτικος? — новогодний — ολονυκτίς — ιρρασιοναλισμός — τρέλλα — διαζευκτικός — ουρανισκόφωνος — παλιρροιογράφος — μικρομύκης — ακανθυλλίς — ζουρνάς — ψυλλοφαγωμένος — ηλιόμορφος — αφαλοκόβω — πρόσκαιρος — χαμηλόπλωρος — ταχεία — ιδρυματισμός — κοσπεντάρικο — αντιπέραθε — ακουκούλλιαστος — αναστένω — γυψοποιός |
|||