|
η расточительница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расточительница? — ξοδεύτρα как с (ново)греческого переводится слово ξοδεύτρα? — расточительница — διπόντες — ιστιοποιείο — επωμίδιον — ωογόνο — φωτοηλιογραφία — ασυννέφιαστος — πολυκομματικός — απόψε — πτυελοδοχείο — πλεξίδα — τρουλαίος — ναυαρχικο — μουρλός — γαλβανιζέ — πονέντες — ανθοβολή — γρατσούνισμα — ανάταξη — απάθεια — δυναστευτικός — κιγκαλερία |
|||