Новогреческий словарь
αρδευτήρι
αρδευτήρι
το
лейка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лейка
? —
αρδευτήρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρδευτήρι
? — лейка
#
(ново)греческий словарь
—
ανοιχτοχέρης
—
αποξενώνομαι
—
βαβούρα
—
ακταίωρος
—
εθνικοαπελευθερωτικός
—
κλοτσιά
—
τιμαριούχος
—
τροπολογώ
—
ραφινάρω
—
αγροληπτικός
—
παραγεμιστός
—
αεραιμοκτονία
—
λαδοπίθαρο
—
μεγαλήγορος
—
ασύμμετρα
—
λαιμοδέτης
—
εναποθήκευση
—
μεσιακός
—
ογκομετρικός
—
λογίζομαι
—
στενοκέφαλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве