|
(-ωπος) ο дуб (один из видов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дуб? — αιγίλωψ как с (ново)греческого переводится слово αιγίλωψ? — дуб — ξεπλατίζω — επισείων — ενιστικός — υποβαστάζω — προϊστάμενος — κανάρι — μοναχός — ξυλόσφυρο — οδομαχία — αντραλώνομαι — κρυπτόν — μύγδαλο — φαρμακοτρίφτης — μαλαχτικός — τεϊόδενδρο — σαμουρόγουνα — σποδός — ακράδαντος — σεβιότ — μηνόρροια — παρατηρητικά |
|||