|
Кальмарик #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλαμαράκι? — — βρογχοσκόπησις — πρότερον — λάφρος — επικονιασμός — ανεξασθένιστος — αντιβαίνω — ολόχαρος — αλωπεκίζω — εξαγνιστήριος — γαιανθρακοποίηση — χούγιασμα — πονάω — μακροπρόθεσμα — μαννάρα — χλώριο — διαστομωτήριον — γιορτινός — προστατευόμενος — απογευματίζω — φυλετικός — λυσσόδηκτος |
|||