καθιερωτικός

формы словаβ
καθιερωτικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καθιερωτικός? —


συμφιλιωτικόςανεγκωμίαστοςακροαστικάκυβερνώεπταόροφοςψηλοκρατώακαιγοςεπικοπίδαστρατώναςεπίστομααξύλευτοςβασιλοφάγοςαγοραφοβίααναλφαβητισμόςεπιτίμησητριτεξάδελφοςαπομένωσχοινοσυντρόφισσακομμουνιστικόςκαναπέςζαμπονοτυρόπιτα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit