Новогреческий словарь
ξάρτι
ξάρτι
το мор.
оснастка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оснастка
? —
ξάρτι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξάρτι
? — оснастка
#
(ново)греческий словарь
—
δωράκι
—
χίλιοι
—
φάγγρισμα
—
πότε
—
σπουδαιοφανής
—
καράβινα
—
δραχμοσυντήρητος
—
εξυψωτικός
—
ραφτοπούλα
—
φερεγγυότητα
—
ζηλωτός
—
σκαρώνω
—
παμψυχισμός
—
φλυαρώ
—
ακρογιαλιά
—
υμνητής
—
μειωτέος
—
διαχυτικότητα
—
μουνουχίζω
—
γενειοφόρος
—
μουτσόπουλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,