|
иноязычный; разноязычный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иноязычный? — αλλόγλωσσος как на (ново)греческом будет слово разноязычный? — αλλόγλωσσος как с (ново)греческого переводится слово αλλόγλωσσος? — иноязычный, разноязычный — πρόκα — ολόασπρος — ηφαιστειολογία — διαθρυλώ — ηλικιώτης — όπτησις — διαμερίζω — ταχυβολία — φαυλοκρατία — παιδίατρος — φουστανελλάς — θερμοηλεκτρισμός — αντωνυμία — αγκομαχητό — δαχτυλίδι — κουφόνους — γραμμοφωνώ — αδρώς — πειθαναγκάζομαι — χορδοποιείο — σεισμογενής |
|||