Новогреческий словарь
αλλόγλωσσος
αλλόγλωσσ|ος
иноязычный; разноязычный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
иноязычный
? —
αλλόγλωσσος
как на
(ново)греческом
будет слово
разноязычный
? —
αλλόγλωσσος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλλόγλωσσος
? — иноязычный, разноязычный
#
(ново)греческий словарь
—
μπιγκόνια
—
κληρονομώ
—
φλέγα
—
Μορς
—
μεταλλουργική
—
αιμοκυανίνη
—
λάσπωμα
—
εκμεταλλεύομαι
—
σεναριογραφία
—
θείτσα
—
ταιριαστά
—
σταυρόκομπος
—
τσόχα
—
δράκουλα
—
τσουτσούνι
—
υπερβιταμινούχος
—
ασπροκιτρινίζω
—
απροβόδιστος
—
γογγύζω
—
ξάστερα
—
χηρεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,