|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φυλετικότητα? — — αρματωλός — αρένα — βρουκολακιάζω — άπατα — ολιγοήμερος — ατμάκατος — βαρύθυμα — μηλόταρτα — ωοζωοτόκος — εγγλέζικα — ηλικιωμένος — ύπερ- — αντεπιστημονικό — με — γιουρούκης — αναζευγνύω — αλπινιστής — ξεχερσωμένος — νοόμετρο — ξυλοπάλιος — εξαρτία |
|||