|
мужского пола (тк. о животных); ~ό γατί — котёнок-самец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужского пола? — σερνικός как с (ново)греческого переводится слово σερνικός? — мужского пола — καλογέννητη — αγριοχόρταρο — αμάν! — υπνωτιστικός — σαλαμούρα — βουτυροκομείο — θηλάκιο — πηγή — τετράποδο — λιποθυμία — παραγνωρίζω — ευαρέστηση — αδιαλλαξία — μεμβράνη — αποβατικός — αντιμετατάσσω — σεληνοτοπογραφία — Φιλλανδή — συμπίνω — συμβιβασμός — διαρπάζω |
|||