Новогреческий словарь
χαβιάρι
χαβιάρι
το
икра
(рыбья);
===
μαύρο ~ — чёрная икра
;
κόκκινο ~ — красная икра
;
στέλνω (или παίρνω) κάποιον γιά πράσινο ~ — подшутить над кем-л.
;
τόν πούλησε γιά πράσινο ~ — [phrase]он его одурачил, он над ним подшутил[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
икра
? —
χαβιάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
χαβιάρι
? — икра
#
(ново)греческий словарь
—
ξηροφθαλμία
—
μαλακωσύνη
—
ανακριβολογία
—
ανυπερτίμητος
—
σαλιάζω
—
σκοπίμως
—
εξωδερμικός
—
αμακινάριστος
—
κοιλέντερωτά
—
συναθλητής
—
νοοτροπία
—
ακόντισμα
—
ζωνάρι
—
ντουβαροκέφαλος
—
αρνοψάλιδο
—
εκκολάπτω
—
παρασιώπηση
—
μίλι
—
επέρχομαι
—
περιφρόνηση
—
φωτοαναγνώριση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве