|
одобрительный; ~ές αναφωνήσεις — возгласы одобрения; ~ ψίθυρος — одобрительный шепот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одобрительный? — επιδοκιμαστικός как с (ново)греческого переводится слово επιδοκιμαστικός? — одобрительный — μονοξείδιο — εθελοντικά — σκεπτικότητα — ψύχρα — λεπτολογώ — καραβόσχοινο — ερρινος — απληροφόρητος — νομισματική — ορθοπεδικός — ζηλιαρόγατος — εγκεφαλίτιδα — χύνομαι — λίβελλος — ξενυχτάω — θερμοστάτης — ψηλοκρατιέμαι — μαρτυρώ — αβαυκάλιστος — πολυγαμία — έμεσμα |
|||