|
η взаимозависимость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взаимозависимость? — αλληλοεξάρτηση как с (ново)греческого переводится слово αλληλοεξάρτηση? — взаимозависимость — παπουτσωμένος — μεγεθύνω — πρόοψη — οπισθενεργητικός — αναπίνω — τσατάλι — φρεσκοβαμμένος — κακοκάμωτος — αναχρονίζομαι — γκεβεζελίκι — αραβοποίκιλμα — ευρετίκια — αγαλβάνιστος — εξαγοράσιμος — καρφίδα — δέκατα — εξευμένιση — μπαμπάκιασμα — ηχοεπεξεργασία — σφίξη — καρβουνιασμένος |
|||