|
ο эпиграмматист, автор эпиграмм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпиграмматист? — επιγραμματογράφος как на (ново)греческом будет слово автор эпиграмм? — επιγραμματογράφος как с (ново)греческого переводится слово επιγραμματογράφος? — эпиграмматист, автор эпиграмм — στουπώνω — περιγενόμενοι — οπισθοβασία — ξυλογράφος — ανταπόδειξη — συστηματικότητα — δαφνόκουκκο — ατόφυος — Λερναίος — διασπαστικός — ηλιοπληξία — ζωοβιολογία — επιτραπέζιος — κατσουφιά — μαστουρομένος — ξερνάω — ανάδοχος — αφιλόπονος — σταυρόλεξο — αντίφραση — αγριοφωνάρα |
|||