Новогреческий словарь
κατοχική
κατοχική
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατοχική
? —
#
(ново)греческий словарь
—
στειλιάρι
—
αμυγδαλόπομα
—
στρυμώχνω
—
κανναβέλαιο
—
ψευδοδιλημματικός
—
πετρελαιοπηγή
—
οκτωβριάτικος
—
χοντρουλός
—
φλογιστό
—
αραποσιτιά
—
ένατος
—
αθηνιώτικος
—
μαξιλλάρα
—
ενυδρίδα
—
προσόμοιος
—
ξιφίας
—
στραβοκαταπίνω
—
καπελλιέρα
—
άστυφος
—
μανουρατζής
—
λιθοβολώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве