|
старый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старый? — γηραιός как с (ново)греческого переводится слово γηραιός? — старый — κουμπούρι — θεατρίνα — εξεύρημα — άχραντος — ρωμαλεότητα — αμετανάστευτος — ανθομύριστος — σιγοντάρω — φονεύς — μαστιχι — θηλαστικό — τίκ — μισοούρανα — ιχθυοτροφικός — αψίνθιον — μασουλάω — βολετός — μεταλλουργείο — γιομάτος — ζουλώ — αυξομειούμαι |
|||