|
уравнительный; ~ή διανομή — уравнительное распределение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уравнительный? — ισοπεδωτικός как с (ново)греческого переводится слово ισοπεδωτικός? — уравнительный — στρέγω — εξατομικός — προσεισμικός — λούσιμο — φλογόφθαλμος — ανταμείβω — ακτινοσκοπώ — δρέπω — μπεκροκανάτα — τοτέμ — ξεχορτόριασμα — ωχρίαση — λήγων — γλυφαίνω — ψιχαλιστός — τσίσα — γουβάς — εμβροντησία — ανεμομετρικός — ενυπνίασμός — ροζέττα |
|||