|
(παθ. αόρ. επεσπασάμην) привлекать (внимание) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привлекать? — επισπώμαι как с (ново)греческого переводится слово επισπώμαι? — привлекать — επιχρύσωση — αναπόδιση — εδρεύω — επικήρυξη — αναφτερώνω — αφιλόδοξος — γιάμπολι — ξεκόπτω — μαγκεύω — βαφτώ — ατρομπάριστος — κρυψίγαμος — ανάλαφρος — συζητητικώς — αδιαοκόρπιστος — στεμφυλοπιεστήριο — επιβοήθεια — ανάρρηγμα — κουκλώνω — ανάρριμμα — Προμηθέας |
|||