|
(-όνος) уст. одетый в чёрное #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одетый в чёрное? — μελανείμων как с (ново)греческого переводится слово μελανείμων? — одетый в чёрное — στροφαλοφόρος — μορφινομανία — κρασοκανάτας — τσελβόλε — βλαχαντερό — αεριοποιώ — ζήτης — εντροπαλός — προφταίνω — μονοσκοίνι — καταληψία — θηλύκωμα — χειρούργηση — κοχλιώνω — καλλίπυγος — ρέμα — σαλάτα — χλιμάρα — τάρταρινος — σκηνοφύλακας — αγουρομαζωμένος |
|||