|
ртутный; ~ή στήλη — ртутный столб #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ртутный? — υδραργυρικός как с (ново)греческого переводится слово υδραργυρικός? — ртутный — πιρούνα — πληθυσμός — προβλήτα — γιγαντισμός — θεία — ποτοποιείο — δέρμα — περιστέρι — κανονιοβολώ — μέλιγος — τρευλό — σπαθίζω — σκύλαρος — λούομαι — μουρόφυλλο — ανθρακεύω — κηρύσσω — μουριά — νταντής — βούτημα — πρωτομαγειρεύω |
|||