|
η тенелюбивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенелюбивость? — σκιοφιλία как с (ново)греческого переводится слово σκιοφιλία? — тенелюбивость — μεγάλωμα — πολυζώητος — κατακέφαλα — παπούτσι — μύωμα — καβάλο — ροδανίζω — διαιτητεύω — καπνοπώλης — σπερματισμός — φαροφύλαξ — κώχη — τηρώ — πόστα — ξηροβατικά — κρυψάνα — εξώγαμος — αγελαίος — γλυκανοστιά — αναποδίζω — κατάσκιος |
|||