|
накинутый, наброшенный (поверх чего-л.); βάλλω τό παλτό μου ~ο — набросить пальто (на плечи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово накинутый? — ανάρριχτος как на (ново)греческом будет слово наброшенный? — ανάρριχτος как с (ново)греческого переводится слово ανάρριχτος? — накинутый, наброшенный — λωτός — παραπικραίνω — νουνέχεια — διάνα — σκυλοβαριέμαι — καταδεκτικός — σούμμα — φαρμακοληψία — κοντόξυλο — πλίνθωμα — ενταφιάζω — πρωτοπορία — μισοχορτασμένος — στέγνωση — πολύβοος — ωραιότατα — εγγράμματος — ισπανοφιλία — εξεβλάστησα — κοινότητα — κεραυνός |
|||