συζευγμένος

формы словаβ
συζευγμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συζευγμένος? —


παρεμπιπτόντωςπριονιστήριουπέστηνλειχήνααντικειμενικόςποπελίναεπιστάτριαπανθεϊστήςεπιτροπεύσιμοςξίασπούδαευλογιάρηςσυμπαραστάτηςΨαθάδεςσχήματάξιμοδιατηρησιμότηταανθρωποπάζαρολείοςαρακάςξενογαμία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit