|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συζευγμένος? — — παρεμπιπτόντως — πριονιστήριο — υπέστην — λειχήνα — αντικειμενικός — ποπελίνα — επιστάτρια — πανθεϊστής — επιτροπεύσιμος — ξί — ασπούδα — ευλογιάρης — συμπαραστάτης — Ψαθάδες — σχήμα — τάξιμο — διατηρησιμότητα — ανθρωποπάζαρο — λείος — αρακάς — ξενογαμία |
|||