Новогреческий словарь
κατασβύνω
κατασβύνω
(αόρ. κατέσβεσα) 1)
тушить, гасить
;
2)
утолять
(жажду)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тушить
? —
κατασβύνω
как на
(ново)греческом
будет слово
гасить
? —
κατασβύνω
как на
(ново)греческом
будет слово
утолять
? —
κατασβύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατασβύνω
? — тушить, гасить, утолять
#
(ново)греческий словарь
—
αποκωδικοποίηση
—
προσορμίζομαι
—
ξεμαντάλωμα
—
ανθυποβρυχιακός
—
σεληνόφωτο
—
εντατικός
—
αναπάλλομαι
—
ωραιότητα
—
ευκατόρθωτος
—
αναθρεπτός
—
αγκάλη
—
πρωτοβγαίνω
—
ραχίτιδα
—
κακογλωσσιά
—
καλόψυχος
—
εκατοντάχρονα
—
καπνοβιομηχανία
—
αποσφραγίζω
—
ασύνειδα
—
μετακόμιση
—
καλομάθητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве