|
το королевство (в средние века) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово королевство? — δεσποτάτο как с (ново)греческого переводится слово δεσποτάτο? — королевство — συγκυριότητα — παλιάτσος — νομισματοσυλλέκτρια — ακριτομυθία — εξηγιούμαι — μαβής — ανακωχή — δεσμός — αρχιεπιστάτης — πασαένας — αεροσυμπιεστής — σφερδούλακας — γελασηνός — οδοντοτεχνία — βιοψία — βόχα — λαφυραγώγία — ξαναγάπησαν — ιατρικός — αγάπη — θεόψηλος |
|||