|
το черенок, отросток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово черенок? — ξεμασκαλίδι как на (ново)греческом будет слово отросток? — ξεμασκαλίδι как с (ново)греческого переводится слово ξεμασκαλίδι? — черенок, отросток — σμίχω — τάμα — Κουρούπης — ανάβαση — σκληρυμμένος — χιονόλευκος — λύγισμα — βράχυνση — συκοφαντία — μαυρόχωμα — γρεκιάζω — υπερίτης — μαντρισμένος — σιδερώνω — παραμύθα — ειρηνικός — μονομέρεια — απαρακάλεστος — επαναστάτισσα — ταχυγράφος — αγχίστροφος |
|||