Новогреческий словарь
πυριτιδόκονη
πυριτιδόκονη
(-εως) η
чёрный (или дымный) порох
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чёрный порох
? —
πυριτιδόκονη
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυριτιδόκονη
? — чёрный порох
#
(ново)греческий словарь
—
επιβλαβώς
—
οστισδήποτε
—
εγχωριάζω
—
σεισμογραφία
—
σταντζιέρα
—
εσκούδον
—
δεινοπαθώ
—
απόχη
—
αχρεωστήτως
—
μεθυλένιο
—
ορκοδοτώ
—
γλωσσάδικο
—
φρακοφορεμένος
—
αντιβράχιον
—
άκλιτος
—
παραβολικός
—
αλυσόκλειστος
—
φωτοηλεκτρικός
—
ρουσφετολογά
—
τίποτε
—
αρματολός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве