|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μοσχοπληρώνω? — — πάγετος — σιδηροπηγή — λιποψυχία — δετικά — διευκρίνηση — αγαλματουργός — ξεφαντωμένος — δόκιμα — άκυρος — γλωσσικός — ιχνογραφικός — μαγειρεύω — τηκτός — αλάνθαστος — νέθω — περικάμπτω — διηγούμαι — κοτίσιος — πλατύστομος — πώμα — οσμογόνος |
|||