|
ο закройщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закройщик? — κόφτης как с (ново)греческого переводится слово κόφτης? — закройщик — τέχνασμα — διαθλαστός — παραβαράω — εικονίζω — ποδένω — απενοχοποιούμαι — δακτυλιοθήκη — στέφω — αλφαδάκι — κατηγορώ — γεροντοκόριτσο — επανωκαμήλαυκον — ηχολόγημα — αστηθος — καλημέρισμα — ναρκαλιευτικό — μειράκιο — αλμανάχ — ούη — ψωραλέος — ατσιγγάνικος |
|||