|
ο прям., перен. обезьяна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обезьяна? — πίθηκος как с (ново)греческого переводится слово πίθηκος? — обезьяна — αρχειοθετώ — παραθυρόφυλλο — άτιμος — θαυματοποιός — αδαμαντοφόρος — τσιριμόνια — ατνώς — κοπρόχωμα — έμμουσος — σηρ — διαξιφίζομαι — γρενετίνη — ψαλτάκι — προοδευμένος — αμετρολόγος — πιτσίλισμα — Ψωροκώσταινα — βογγίζω — χαίρομαι — καταδώνω — καθαρισμός |
|||