|
1) капризный, своенравный; 2) упрямый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капризный? — καπριτσιόζικος как на (ново)греческом будет слово своенравный? — καπριτσιόζικος как на (ново)греческом будет слово упрямый? — καπριτσιόζικος как с (ново)греческого переводится слово καπριτσιόζικος? — капризный, своенравный, упрямый — ξaμπελίζω — καρπολόγία — σκοτεινάδα — δημοτική — εκμηχανίζω — ξιδρώνω — ατροπος — εγκαιρόττιτα — υστεροβουλία — ενύπαρξις — υπερβορειοανατολικός — χαμαικέρασος — νότια — αφόρμισμα — γεωγονία — εφηρμοσμένος — τυφλογράφος — επικίνδυνα — ελαφριά — δουπώ — καταξοδιάζω |
|||