|
стаптываться (об обуви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стаптываться? — στραβοπατιέμαι как с (ново)греческого переводится слово στραβοπατιέμαι? — стаптываться — γεωγραφία — παρεμπίπτω — σπαργάνωμα — πρόσφατα — ασαγήνευτος — γλυκοκοιμούμαι — νοματαίοι — ευρυχωρία — ακατάβλητο — ώμιο — θεόρατος — ενάλιος — διπλώτρια — αυθυπόστατος — ρωμαϊκός — παρώρεια — υπερμέγιστος — επιστάτης — υφαλοκρηπίδα — σπεκουλάντικος — βρωμόστομα |
|||