|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στερεοποιούμαι? — — πλακούς — σπρώχνω — επικάλυψις — γυπάετος — μεθοκόπημα — κεντρίνης — εκπλατύνω — απολυμαντήρας — υπονομεύτρια — υαλότοιχος — αθερμικός — ανακρίβεια — τζίρος — γυναικοκουβέντα — μονόσημος — μουσουνίζω — τσακίζομαι — τύλωμα — εκβάλλω — ευτράπελος — δείλινω |
|||