|
το акула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово акула? — σκυλόψαρο как с (ново)греческого переводится слово σκυλόψαρο? — акула — εξορκιστικός — γιδοτόπι — ιδρυτής — χαρτομαντεία — πελεκισμός — κουτοφέρνω — προεικασία — εξέταση — ζεμπερέκι — εξουθένημο — διερμηνεία — ανεύρετος — σιωπή — τολμηρός — εμβρυοφθόρος — αναγνωσιμότητα — παραλογιά — αλατένιος — αγριομιλώ — συνοδεύω — μηδείς |
|||