|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταυροπηγιακός? — — πινάκα — καλντεριμιτζού — αμέλημα — κούνημα — καθιερωτικός — αναχαιντρώνω — σκαιότητα — ασύναρθρος — φρονιμίτης — σταυραδέρφός — ξεκούτιαμα — παγίδα — στομφώδης — ψιχαλιστά — θρέψιμο — καμωματής — εξελληνίζω — εξαγορασμός — γεωπόνος — μολυβύ — άθλημα |
|||