|
кирпичный (о цвете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кирпичный? — κεραμόχρους как с (ново)греческого переводится слово κεραμόχρους? — кирпичный — απαντέχω — οξυντικός — τυροφάγος — ηλιόγερμα — στειροποιώ — θρυλείται — μπάζωμα — καλλιεργητικά — γνέσιμο — περιτραχήλιος — ξενέθω — φασματοσκόπιο — μανδραγόρας — αντιπατριωτικός — άνοστος — κακουργιοδικείο — ιλιγγιώ — αιθέριος — χιονοδρομία — ανάμιχτος — προστυχαίνω |
|||