|
ο скорняк; меховщик; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скорняк? — γουνάς как на (ново)греческом будет слово меховщик? — γουνάς как с (ново)греческого переводится слово γουνάς? — скорняк, меховщик — θολωμένος — ωμοπλατιαίος — αφτί — αρρενοκοίτης — ξaμπελίζω — μονόλογος — εικονοκλασία — σπηλαιολογία — ωστήρας — γεροξεκούτης — γυναίκα — επίγεισον — εκκλινής — μουλτεζίμι — επικριτικός — εικονοποιός — κωμωδός — δημητριακός — συσσίτιο — πολυώροφος — δίκαιος |
|||