|
молочный (о зубах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молочный? — νεογιλός как с (ново)греческого переводится слово νεογιλός? — молочный — κακογράφω — πονοκεφαλιάζω — πικετοφορώ — φτωχογειτονιά — επιεικές — ελαφροκέφαλος — τσαγκαροσούβλι — στερφόγιδα — πεθυμώ — διαφορικό — παιδαγώγησις — γαϊδουριάρης — θερμοπαρακάλιο — κορόμπλο — ατσαλόπετρα — ορνιθοτρόφος — βροντοφωνάζω — εκεχειρία — ξενυχτώ — απόπιωμα — μπέκ |
|||