|
ο решето #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово решето? — αρύλογος как с (ново)греческого переводится слово αρύλογος? — решето — γίδι — αντικοινοβουλευτικά — ευφυολογώ — χειροπιαστός — χαλκόκοττα — άθραυστος — κωδικοποιούμαι — αυτοσυντηρούμαι — χοάνη — βρεφικός — αναζητώ — όρκιση — κλάψα — ιεράρχηση — οβιδοφόριο — δικαστίνα — αποφολιδωτικός — δίκαρπος — ψυχοπατέρας — ενεχυριαστής — διεγέρτρια |
|||