αρύλογ|ος

формы словаβ
αρύλογ|ος
ο решето



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово решето? — αρύλογος
как с (ново)греческого переводится слово αρύλογος? — решето


γίδιαντικοινοβουλευτικάευφυολογώχειροπιαστόςχαλκόκοτταάθραυστοςκωδικοποιούμαιαυτοσυντηρούμαιχοάνηβρεφικόςαναζητώόρκισηκλάψαιεράρχησηοβιδοφόριοδικαστίνααποφολιδωτικόςδίκαρποςψυχοπατέραςενεχυριαστήςδιεγέρτρια




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit