|
тенистый; затенённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенистый? — σύσκιος как на (ново)греческом будет слово затенённый? — σύσκιος как с (ново)греческого переводится слово σύσκιος? — тенистый, затенённый — θεϊστικός — ξαρμπούρισμα — ξεσυνέριση — επιστομώ — ερημόκκλησο — κατεπείγον — γυναικοθήρας — ηγουμενοσυμβούλιο — χαλκοπλάστης — αποπιάνομαι — χαζίρικος — μισελληνικός — στοιχειοθέτης — κακογραμμένος — Βερολινέζα — θηλή — καλόγνωμος — σοκολατάκι — εσώψυχα — υπερτροφία — τουφεκίζω |
|||