|
η прялка (ручная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прялка? — ηλακάτη как с (ново)греческого переводится слово ηλακάτη? — прялка — καταληκτικός — κοντοποδαρούσα — χαϊδολογώ — πολυανθρωπία — επιχορήγηση — αρχαιολόγος — φάκελος — ασυνάχωτος — χτένα — απροβόδιστος — αριουλός — εκφέρομαι — νεκροψία — ξεμονάχιασμα — πεταχτός — αχερόμυαλος — γονιμοποίηση — πολύφωτος — ναυς — μπεκρούλιακας — γκαλειουρίζω |
|||