Новогреческий словарь
μικροαστή
μικροαστή
η 1)
мелкий буржуа; мещанка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мелкий буржуа
? —
μικροαστή
как на
(ново)греческом
будет слово
мещанка
? —
μικροαστή
как с
(ново)греческого
переводится слово
μικροαστή
? — мелкий буржуа, мещанка
#
(ново)греческий словарь
—
θεσσαλικά
—
μότο
—
τρίκροτο
—
κρυσταλλικός
—
παλιατζούρα
—
ανασπογγίζω
—
σαρανταποδαρούσα
—
ανατρεπόμενος
—
αναζωπυρώ
—
περιγενόμενοι
—
προλετάρισσα
—
σαββατισμός
—
ζωόλιθος
—
αποσκυβάλισμα
—
καταμαρτύρηση
—
γνώρα
—
αταχτώ
—
ανεψιός
—
εφευρίσκω
—
εξυγίανση
—
υπουργός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве